Άλμα εις μήκος και παγκόσμια ρεκόρ. Μαθηματικά μοντέλα και φυσική.
Το άλμα εις μήκος θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και θεαματικότερα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού και τις πρώτες αναφορές για αυτό τις βρίσκουμε στην αρχαιότητα, με διαφορετική όμως μορφή από την σημερινή.
Η διαδικασία ήταν η ίδια, ενώ κάποιες διαφορές υπήρχαν στον τρόπο που πραγματοποιούσαν τα άλματα και που μετρούσαν τις επιδόσεις. Ο βατήρας των αρχαίων Ελλήνων ήταν μια πλίθινη πλάκα και το σημείο προσγείωσης το σημείωναν χαράζοντας μια γραμμή. Ο αθλητής πηδούσε ψηλά και μακριά και στη συνέχεια προσγειωνόταν με τα πόδια ενωμένα, χωρίς να πέφτει κάτω. Ευρήματα για τις επιδόσεις τους δεν έχουν βρεθεί, καθώς έδιναν περισσότερη σημασία στην τεχνική και λιγότερο στην επίδοση.
Σαν αγώνισμα καθιερώθηκε από τους Άγγλους το 1336, ενώ οι Έλληνες το συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, με πρώτη καταγεγραμμένη επίδοση τα 6,10 μέτρα.
Το άλμα εις μήκος έχει αναλυθεί σε πολλές μελέτες τα τελευταία χρόνια με χρήση μαθηματικών μοντέλων και έχουν συγκεντρωθεί πολλές πληροφορίες για τους παράγοντες που επηρεάζουν την τελική επίδοση.
Ως πιο σημαντικός παράγοντας φαίνεται να είναι η συσχέτιση ανάμεσα στην ταχύτητα και στο πόσο μακριά εκτινάσσεται ο αθλητής. Με βάση μια έρευνα του 2005 στην Αγγλία και χρησιμοποιώντας ειδικά φωτοκύτταρα σε διάφορα σημεία του διαδρόμου, φάνηκε ότι η οριζόντια ταχύτητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κερδηθεί κατακόρυφη ταχύτητα και κατά συνέπεια η τελική επίδοση να είναι μεγαλύτερη.
Εκτός όμως από την τεχνική και την ταχύτητα του αθλητή, σημαντικό ρόλο παίζουν και τα σωματικά χαρακτηριστικά των αθλητών. Στα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν, φάνηκε πως αθλητές με τραπεζοειδείς ωμοπλάτες και μεγαλύτερο εύρος κίνησης στην ωμική ζώνη, είχαν μικρότερη μέση και καλύτερες επιδόσεις.
Οι υψηλόσωμοι επίσης αθλητές ευνοούνται, λόγω του κέντρου βάρους του σώματος που βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο, ενώ και η αναλογία μεταξύ εύρους των ώμων και της λεκάνης ασκεί σημαντική επίδραση, με τις γυναίκες που έχουν ανδρική σωματική διάπλαση να πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τις υπόλοιπες.
Στην παραπάνω φωτογραφία βλέπουμε τον Bob Beamon να αγωνίζεται στο άλμα εις μήκος, τον Οκτώβριο του 1968 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό.
Το εκπληκτικό του άλμα στα 8,90 μέτρα οδήγησε στην άποψη ότι η απίστευτη αυτή επίδοση οφειλόταν στο υψόμετρο που βρίσκεται η πόλη του Μεξικό (σχεδόν 2.300 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας). Ας μην ξεχνάμε ότι το ρεκόρ αυτό καταρρίφθηκε 21 χρόνια μετά, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου στο Τόκιο το 1991, αρχικά από τον Carl Lewis με άλμα 8,91 και στη συνέχεια από τον Mike Powell που απάντησε με άλμα στα 8,95 μέτρα.
Στο υψόμετρο αυτό η δύναμη του βάρους είναι μικρότερη σε σχέση με το βάρος στην επιφάνεια της θάλασσας, όπως και η πυκνότητα του αέρα.
Στο έγκυρο site physicsgg.me (φυσικοί και φυσική από το διαδίκτυο) διαβάζουμε κατά πόσο οι δύο αυτοί παράγοντες βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του εξωπραγματικού ρεκόρ.
Ας δούμε αρχικά την επίδραση της βαρύτητας.
Το βάρος Β ενός σώματος μάζας m εξαρτάται από το ύψος h της επιφάνειας της Γης με βάση τον τύπο: