Ο Κύκλος της Βιέννης

 

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, στη Βιέννη λειτουργούσε το μοναδικό πανεπιστήμιο της Αυστρίας, συγκεντρώνοντας όλες τις πνευματικές λειτουργίες της πόλης σε μια προσπάθεια αποσύνθεσης των αναχρονιστικών ιδεών του παρελθόντος. Αν και πλέον αποτελούσε την πρωτεύουσα μιας μικρής πληθυσμιακά και εδαφικά χώρας, η Βιέννη είχε παραμείνει το κέντρο του πνεύματος.

Επιστήμονες και διανοητές γνωρίζονταν μεταξύ τους, πράγμα που ευνόησε την αλληλεπίδραση ιδεών σε όλους τους τομείς. Μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, φιλόσοφοι, συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί κ.α. ξεκίνησαν να συμμετέχουν σε μία ανοιχτή ουσιαστικά συζήτηση, αφού οι νέες ιδέες αναπτύσσονταν δημόσια στα τραπέζια των αμέτρητων φημισμένων βιεννέζικων καφέ.  

Εκτός όμως από τις καθημερινές συναντήσεις στα καφέ η πνευματική ζωή προχώραγε και στους διάφορους κύκλους, που ήταν επίσημες ή και ανεπίσημες ομάδες συζήτησης, πραγματοποιώντας εβδομαδιαίες συναντήσεις.

Υπήρχαν κύκλοι που ασχολούνταν με θέματα φιλοσοφίας, με τον πλατωνισμό, με τον Kant ή και με άλλους διανοητές.

Η γνωστότερη από αυτές τις ομάδες ήταν εκείνη που δημιουργήθηκε με κέντρο του κύκλου τον φιλόσοφο Moritz Schlick, λειτούργησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και έμεινε στην ιστορία ως ο Κύκλος της Βιέννης.

Από τη συγκεκριμένη ομάδα στοχαστών ξεπήδησε και διαδόθηκε το κίνημα του λογικού θετικισμού, μιας φιλοσοφικής θέσης που υποστήριζε την απόρριψη της μεταφυσικής, η οποία δεν είχε λόγο ύπαρξης, αφού δεν μπορούσε να επαληθευτεί. 

Επιπλέον μιλούσε στο όνομα της ακρίβειας και της προόδου με σκοπό να εξυγιάνει τις επιστήμες από την ροπή τους προς την μυστικιστική ασάφεια.

Ο λογικός θετικισμός θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι για να έχει νόημα μία πρόταση πρέπει να είναι:

α) Αναλυτική, ώστε εξετάζοντας το νόημα των λέξεων και των συμβόλων που τη συγκροτούν να μπορεί να χαρακτηριστεί ως αληθής ή ψευδής.

β) Εμπειρική, ώστε να επιδέχεται έλεγχο μέσω της εμπειρικής  διαδικασίας, δηλαδή της παρατήρησης ή του πειράματος.

 Όλες οι άλλες προτάσεις είναι κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε εμπειρικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού κάθε ισχυρισμός θρησκευτικού περιεχομένου ήταν από διανοητική άποψη χωρίς νόημα.

Τα επόμενα χρόνια ο λογικός θετικισμός, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του παιδί της επιστημονικής μεθοδολογίας, έπεσε  θύμα της ανόδου των ναζιστικών δυνάμεων, με τον Moritz Schlick να δολοφονείται στα σκαλιά του Πανεπιστημίου της Βιέννης το 1936. Οι εφημερίδες της εποχής θεώρησαν ότι ο Schlick ήταν Εβραίος και εξέφρασαν την συμπάθεια τους για τον δολοφόνο, δίνοντας ένα τέλος στον Κύκλο της Βιέννης.

Άλλα διάσημα μέλη της ομάδας, εκτός από τον αρχηγό Moritz Schlick, ήταν ο Rudolf Carnap, ο Kurt Gödel και ο Ludwig Wittgenstein. Στον κύκλο συμμετείχαν οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, μαθηματικοί, θεωρητικοί της λογικής, φυσικοί και φιλόσοφοι, οι οποίοι ανέπτυξαν και όξυναν πολλά από τα εργαλεία και τις έννοιες που χρησιμοποιούμε και σήμερα στη μαθηματική λογική και στη δυτική φιλοσοφία γενικότερα.

Ο Einstain και ο Russell αποτελούσαν δύο από τα πιο σημαντικά ονόματα στο τιμητικό κάδρο του κύκλου της Βιέννης.

Ο πρώτος, με τις περιγραφές του για τον χώρο και τον χρόνο, ανέτρεπε κάθε καντιανή διαίσθηση για τον κόσμο με βάση την οποία κάποια πράγματα τα ανακαλύπτουμε απλά και μόνο συλλαμβάνοντας τα με τον νου μας, χωρίς να κουνηθούμε από τη θέση μας.

Στον δεύτερο εκτιμούσαν κυρίως το ότι υποστήριξε με πάθος τον εμπειρισμό, τη θεωρία που λέει ότι όλη η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από την εμπειρία, ενώ ταυτόχρονα θαύμαζαν και την πρωτοποριακή του εφαρμογή της λογικής στα μαθηματικά και στη γλώσσα.

Ο Carnap επίσης ήταν από τους πιο δημοφιλής και άνηκε στους ελάχιστους που είχαν διαβάσει και καταλάβει το Principia Mathematica .

 Ο ίδιος κατάφερε να σκιαγραφήσει ένα γλωσσικό πλαίσιο που αποκαλείται το σύστημα των αριθμών. Η γραμματική του περιλαμβάνει αριθμούς, μεταβλητές και ποσοδείκτες, όπως:  

«υπάρχει ένας αριθμός x τέτοιος, ώστε….» 

οι οποίες χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στα μαθηματικά.

Επίσης υιοθέτησε και την λεγόμενη αρχή της ανεκτικότητας.

Η αποδοχή ή η απόρριψη των γλωσσικών μορφών σε οποιαδήποτε επιστήμη, θα αποφασιστεί τελικά από την αποδοτικότητά τους ως όργανα, την αναλογία των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται δια του ποσού της προσπάθειας και της πολυπλοκότητας που απαιτείται. 

Ας δώσουμε σε εκείνους που εργάζονται σε οποιοδήποτε τομέα έρευνας, την ελευθερία να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε μορφή έκφρασης τους φαίνεται χρήσιμη και η μετέπειτα εργασία στον τομέα τους, αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην εξάλειψη αυτών που δεν έχουν καμία χρήσιμη λειτουργία. 

Ας είμαστε προσεκτικοί στους ισχυρισμούς που κάνουμε και κριτικοί στην εξέταση τους, ,αλλά ανεκτικοί στο να επιτρέπουμε γλωσσικές μορφές.

Αφήστε χίλια λουλούδια να ανθίσουν, ακόμα και αν δεν ανθίσουν όλα.

Rudolf Carnap

Δημοφιλείς αναρτήσεις